- εκθειαστικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που ανήκει ή αναφέρεται στον εκθειασμό ή τον εκθειαστή, εγκωμιαστικός, εξυμνητικός: Μίλησε εκθειαστικά για τον ποιητή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.